- ημεροφαής
- ἡμεροφαής, -ές (AM)αυτός που λάμπει κατά τη διάρκεια τής ημέρας.επίρρ...ἡμεροφαῶς (Μ)στο φως τής ημέρας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)-* + -φαής (< φάος, το, «φως»), πρβλ. αστρο-φαής, λαμπρο-φαής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἡμεροφαής — shining by day masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμεροφαές — ἡμεροφαής shining by day masc/fem voc sg ἡμεροφαής shining by day neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημερ(ο)- — (AM ἡμερ(ο) ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με την ημέρα ή έχει διάρκεια μιας ημέρας. ΣΥΝΘ. ημεράλωψ, ημερόβιος, ημεροδανειστής, ημεροκαλλίς, ημερολόγιο αρχ. ημερογράφος, ημεροδρόμης, ημεροδρομώ, ημεροειδής,… … Dictionary of Greek
φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός … Dictionary of Greek